Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεῖ α

См. также в других словарях:

  • πεῖ — neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πει — (I) και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ η ονομασία τού γράμματος π. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού γράμματος pē τού βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση τού πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι… …   Dictionary of Greek

  • πεί — (II) Α επίρρ. δωρ. τ. τού πῆ*, ποῡ*. (III) Α επίρρ. οπουδήποτε …   Dictionary of Greek

  • πείσμαθ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσματ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρᾶν — πεῑρᾶν , πεῖρα trial fem gen pl (doric aeolic) πειρά sharp point fem gen pl (doric aeolic) πειράω attempt pres part act masc voc sg (doric aeolic) πειράω attempt pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πειράω attempt pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρῶν — πεῑρῶν , πεῖρα trial fem gen pl πειρά sharp point fem gen pl πειράω attempt pres part act masc voc sg πειράω attempt pres part act neut nom/voc/acc sg πειράω attempt pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πειράω attempt pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμάτων — πεῑσμάτων , πεῖσμα ship s cable neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρα — πεί̱ρᾱ , πεῖρα trial fem nom/voc/acc dual πείρᾱ , πειράω attempt pres imperat act 2nd sg πείρᾱ , πειράω attempt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρατα — πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρατος — πεί̱ρατος , πεῖραρ end neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»